Το παρελθόν της χαρτογράφησης

Η χαρτογράφηση φαινομένων του χώρου, μια πανάρχαια διαδικασία που σχετίζεται με την πρακτική και συμβολική διαχείριση των εδαφικών πόρων της ανθρώπινης κοινωνίας, γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση στους δυτικούς πολιτισμούς από την Αναγέννηση, μέσα από λεπτομερείς αποτυπώσεις της υλικής γεωμετρίας και των χρήσεων γης. Κατά τον 19ο αιώνα, εμφανίζονται και οι πρώτοι χάρτες αποτύπωσης άυλων δεδομένων που συνδέουν κοινωνικά φαινόμενα με τον χώρο, εισάγοντας τη χαρτογράφηση ως εργαλείο επιστημονικής ανάλυσης και παρέμβασης. Έτσι διαμορφώνεται η χωρική ανάλυση, η οποία λειτουργεί ως θεμέλιο του χωρικού σχεδιασμού, καταγράφοντας τις χωρικές εκφράσεις κοινωνικών και φυσικών φαινομένων, οι οποίες ρίχνουν νέο φως στις αιτίες και στον τρόπο εξέλιξής τους.

Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, η χαρτογράφηση εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται κυρίως ως μέσο αντικειμενικής αποτύπωσης του χώρου. Οι χάρτες λειτουργούν ως τεχνικά εργαλεία τεκμηρίωσης και σχεδιασμού, με έμφαση στις χρήσεις γης, τις ιδιοκτησίες και τα μετρήσιμα δεδομένα. Κατά την ίδια περίοδο, κάνουν την εμφάνισή τους και οι χάρτες αποτύπωσης των δικτύων μαζικής μεταφοράς, ενώ οι χάρτες κοινωνικών δεδομένων περιορίζονται σε απλές οπτικοποιήσεις στατιστικών μεγεθών. Αυτή η τεχνοκρατική και ιεραρχική προσέγγιση διαμόρφωσε την κυρίαρχη αντίληψη για τον ρόλο της χαρτογραφίας στον χωρικό σχεδιασμό.

Η παράδοση του ’50 και οι τρεις πυλώνες της κριτικής χαρτογραφίας

Από την δεκαετία του ‘50 η αντικειμενικότητα της πολεοδομικής ανάλυσης αμφισβητείται ως ανεπαρκής για την κατανόηση της λειτουργίας του χώρου. Η προσοχή στρέφεται σε ανθρωποκεντρικές και ποιοτικές προσεγγίσεις, με επίκεντρο τη φαινομενολογία και τον υπαρξισμό. Έμφαση δίνεται πλέον στο πώς το άτομο βιώνει τον χώρο, μέσα από τις υλικές και άυλες συνιστώσες του περιβάλλοντος. Αναδεικνύονται οι νοητικοί χάρτες, ως εσωτερικές αποτυπώσεις εμπειριών και μνήμης. Στην ίδια κατεύθυνση, η πράξη της χαρτογράφησης αποδεσμεύεται από την κρατική ή τεχνοκρατική εξουσία, και γίνεται μέσω καταγραφής του βιώματος του απλού ανθρώπου. Εμφανίζονται «παράξενοι» χάρτες, που καταγράφουν την καθημερινότητα με αμεσότητα και ελευθερία μορφής.

Οι δύο βασικοί πυλώνες αυτής της νέας παράδοσης είναι η ψυχογεωγραφία και η νοητική χαρτογράφηση. Η πρώτη αναπτύσσεται από τους καταστασιακούς στο Παρίσι του ’50 ως μια ελεύθερη, συναισθηματική περιπλάνηση στην πόλη. Οι ψυχογεωγραφικοί χάρτες καταγράφουν υποκειμενικές εμπειρίες με κολάζ, φωτογραφίες, χρώματα και χειρόγραφες σημειώσεις. Η δεύτερη αντιπροσωπεύει τη γνωσιακή προσέγγιση και εισάγεται κυρίως από τον Kevin Lynch, ο οποίος χαρτογραφεί το πώς οι πολίτες αντιλαμβάνονται την πόλη μέσα από δρόμους, κόμβους και ορόσημα. Ένας τρίτος πυλώνας είναι η ριζοσπαστική χαρτογραφία, που εμφανίζεται τις δεκαετίες του ’60 και ’70 στις ΗΠΑ. Με αφετηρία την αμφισβήτηση της ουδετερότητας των χαρτών, αναπτύσσει εργαλεία ενδυνάμωσης κοινοτήτων και ανάδειξης αποκλεισμένων φωνών. Χρησιμοποιεί χάρτες ως πολιτικά εργαλεία με καθαρά τοπική, διεκδικητική και συμμετοχική στόχευση. Αυτοί οι τρεις πυλώνες αποτελούν τη βάση της σύγχρονης κριτικής χαρτογραφίας, η οποία θα εξελιχθεί αργότερα ενσωματώνοντας και τις ψηφιακές και καλλιτεχνικές μεθόδους.

Οι σύγχρονες χαρτογραφικές πρακτικές και η πολυπλοκότητα

Από τις αρχές του 21ου αιώνα, αναπτύσσονται νέες μορφές χαρτογράφησης: η δημιουργική, που συνδυάζει αρχιτεκτονική, φαντασία και καλλιτεχνική έκφραση· η πειραματική, που χρησιμοποιεί αντισυμβατικά εργαλεία για την ανάδειξη σύνθετων φαινομένων· η συμμετοχική, που ενισχύει τις φωνές των τοπικών κοινοτήτων μέσα από συλλογικές διαδικασίες· η εγκληματολογική (forensic architecture), που χρησιμοποιεί προηγμένες τεχνικές για τη διερεύνηση παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συνδυάζοντας την αρχιτεκτονική με την τεκμηρίωση και τις εικαστικές τέχνες, κ.ά.

Η ανάπτυξη των σύγχρονων πρακτικών οδήγησε στη διεύρυνση και τον επανακαθορισμό της χαρτογράφησης, που πλέον ενσωματώνει κοινωνικές και υποκειμενικές διαστάσεις. Κεντρικό ρόλο στον επανακαθορισμό της έπαιξαν οι ψηφιακές τεχνολογίες και η άνοδος της «Νεογεωγραφίας», η οποία περιγράφει μια νέα σχέση του ατόμου με τον χώρο, μέσα από την ερασιτεχνική συλλογή δεδομένων, τις συμμετοχικές διαδικασίες και τη χρήση διαδραστικών χαρτογραφικών εργαλείων. Τα «μέσα εντοπισμού» (locative media), επιτρέπουν την αποτύπωση ψηφιακών δεδομένων στον γεωγραφικό χώρο, μέσω τεχνολογιών όπως το GPS και τα smartphones.

Πέρα όμως από τα νέα μέσα, η σημαντικότερη μετατόπιση αφορά τη θεώρηση του χώρου και ιδιαίτερα των πόλεων ως συστήματα οργανωμένης πολυπλοκότητας, ως σύνολα ροών, αλληλεπιδράσεων και δυναμικών μεταξύ υλικών και άυλων δικτύων. Οι νέες απαιτήσεις οδήγησαν στην υιοθέτηση ολιστικών, διεπιστημονικών προσεγγίσεων, που συνδυάζουν δεδομένα από διαφορετικά επιστημονικά πεδία και εμπνέονται από θεωρητικά σχήματα όπως το «ρίζωμα» των Deleuze & Guattari. Οι χάρτες αναφέρονται πλέον σε μη-ιεραρχικά δίκτυα πληροφοριών και αισθήσεων, αποτυπώνοντας τις σχέσεις και τις ροές που συγκροτούν τον χώρο. Αυτή η «ριζωματική» προσέγγιση υπογραμμίζει τη συνεχή αναδιαμόρφωση του χώρου, μέσα από την κίνηση ανθρώπων, πραγμάτων και ιδεών. Η χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας διευκολύνει την επεξεργασία και οπτικοποίηση των big data και επιτρέπει την ανάπτυξη συνεργατικών μορφών χαρτογράφησης.

Η διαστρωματωμένη πραγματικότητα και η ανάδυση της κριτικής χαρτογραφίας

Ένα βασικό χαρακτηριστικό των σύγχρονων χαρτογραφικών προσεγγίσεων που καλούνται να διαχειριστούν την αστική πολυπλοκότητα είναι η χρήση μηχανισμών οργάνωσης της πολυεπίπεδης πληροφορίας, με κυριότερο τη δημιουργία πολύ-επίπεδων, ή διαστρωματωμένων χαρτών. Η τεχνική αυτή έχει τις ρίζες της στη θεματική, αναλυτική χαρτογραφία, η οποία αναπτύχθηκε σε συνδυασμό με τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών (GIS) από τα μέσα του 20ού αιώνα. Οι σύνθετοι θεματικοί χάρτες περιλαμβάνουν διαφανή επίπεδα (layers) που αποτυπώνουν διαφορετικές μεταβλητές, όπως χρήσεις γης, πληθυσμιακή πυκνότητα, ή δίκτυα μεταφοράς. Στους ψηφιακούς χάρτες, ο χρήστης μπορεί να ενεργοποιεί ή να απενεργοποιεί αυτά τα επίπεδα ή και να αλλάζει τη σειρά τους, προκειμένου να ενισχύσει τον συσχετισμό των δεδομένων και να παραγάγει εναλλακτικές χωρικές ερμηνείες.

Η έννοια της διαστρωμάτωσης δεν περιορίζεται στη χαρτογραφία, αλλά διατρέχει ποικίλα επιστημονικά και καλλιτεχνικά πεδία. Στην αρχιτεκτονική και τον αστικό σχεδιασμό, ειδικά μέσω της αποδόμησης από τη δεκαετία του ’80, η τεχνική της αλληλεπίθεσης επιπέδων (layer superimposition) χρησιμοποιεί διαφανή επίπεδα με σχέδια και χάρτες για την παραγωγή μορφής και νοήματος. Στη γεωλογία, η στρωματογραφία καταγράφει στρώσεις εδάφους και πετρωμάτων, αποκαλύπτοντας τη γεωλογική ιστορία των τόπων, ενώ στην αρχαιολογία, οι διαστρωματώσεις των ανασκαφών αποκαλύπτουν διαδοχικούς πολιτισμούς. Στην ιστορία, το παλίμψηστο συμβολίζει τη διαστρωμάτωση κειμένων, ενώ στην ψυχολογία περιγράφει τη λειτουργία του συνειδητού και του ασυνείδητου. Αντίστοιχα, στη λογοτεχνία αφορά τη διακειμενικότητα, στη σημειωτική τα επίπεδα σημασίας, και στη ζωγραφική τις τεχνικές δημιουργίας εφέ διαφάνειας και βάθους. Στην πολεοδομία, η πόλη θεωρείται παλίμψηστο, συνιστώντας μια διαστρωματωμένη οντότητα υλικών και άυλων πολιτισμικών καταλοίπων. Πέραν αυτών, η διαστρωμάτωση έχει εισαχθεί και στην επιστήμη των πολύπλοκων συστημάτων, όπου γίνεται λόγος για ‘’πολύ-επίπεδα πολύπλοκα συστήματα’’. Η πολυ-επίπεδη ανάλυση επιτρέπει τη συστηματοποίηση των πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων και σχέσεων, διευκολύνοντας τη μελέτη τους μέσω μοντέλων που οργανώνουν τα δεδομένα σε επίπεδα ιεραρχίας.

Σε αυτό το τοπίο, ο κριτικός ρεαλισμός αποτελεί μια νέα φιλοσοφία που εισάγει τη διαστρωμάτωση ως μέσο προσέγγισης μιας πραγματικότητας που διαθέτει περισσότερο και λιγότερο ορατές πλευρές. Διακρίνει την πραγματική πραγματικότητα, η οποία υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη αντίληψη, από την παρατηρήσιμη, η οποία συγκροτείται από εμπειρίες και θεωρητικές ερμηνείες. Πολλά φαινόμενα προκαλούνται από μη παρατηρήσιμες δομές και μηχανισμούς, οι οποίοι πρέπει να μελετηθούν σε βάθος. Στις κοινωνικές επιστήμες, αυτό συνεπάγεται την ανάγκη υπέρβασης της καταγραφής υλικών στοιχείων και ποσοτικών προσεγγίσεων, ώστε να κατανοηθεί η σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα.

Ο βρετανός Ram Roy Bhaskar, ιδρυτής του κριτικού ρεαλισμού, ανέπτυξε τη θεωρία της διαστρωματωμένης πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία ο κόσμος συγκροτείται από στρώματα σε ιεραρχική σχέση μεταξύ τους. Ο Bhaskar διακρίνει τρεις διαστάσεις της πραγματικότητας: την πραγματική (real), που περιλαμβάνει τις υποκείμενες δομές και μηχανισμούς, την κανονική (actual), που αναφέρεται στα γεγονότα που συμβαίνουν, και την παρατηρήσιμη (empirical), που περιλαμβάνει αντιλήψεις και εμπειρίες. Οι δομές της πραγματικής πραγματικότητας είναι αμετάβλητες και συχνά μη παρατηρήσιμες, αλλά προκαλούν φαινόμενα που γίνονται αντιληπτά. Η κατανόηση των φαινομένων απαιτεί διερεύνηση αυτών των δομών και μηχανισμών. Ο Bhaskar ενσωματώνει την έννοια της ανάδυσης (emergence) από τη θεωρία των πολύπλοκων συστημάτων, σύμφωνα με την οποία τα ανώτερα στρώματα προκύπτουν από αλληλεπιδράσεις οντοτήτων σε χαμηλότερα επίπεδα. Έτσι, η ερμηνεία των φαινομένων πρέπει να λαμβάνει υπόψη τόσο τις άμεσες όσο και τις έμμεσες αιτίες, αναζητώντας τους γενετικούς μηχανισμούς που τις παράγουν.

Άμεση συνέπεια της υιοθέτησης των αρχών της διαστρωματωμένης πραγματικότητας και του κριτικού ρεαλισμού στη χαρτογράφηση είναι η ταυτόχρονη καταγραφή δεδομένων από διαφορετικά επιστημονικά πεδία, χρονικές περιόδους και μέσα. Στην κριτική χαρτογραφία θεωρείται βασική η συνειδητοποίηση της ύπαρξης πολλών αλληλοεξαρτώμενων στρωμάτων «αλήθειας». Η κριτική χαρτογραφία, επομένως, αποτυπώνει τον οντολογικό χαρακτήρα της κοινωνικής πραγματικότητας και την πραγματικότητα των αισθήσεων, των βιωμάτων και των εμπειριών. Συνδυάζει το ποσοτικό με το ποιοτικό, την επεξήγηση με την ερμηνεία, ενσωματώνοντας στοιχεία της ιστορίας, του πολιτισμού, των κοινωνικών δομών και της ανθρώπινης δράσης και αλληλεπίδρασης, με σκοπό να καταστήσει κατανοητή το δυνατόν πληρέστερα την πολύπλοκη πραγματικότητα που συγκροτείται από στρώσεις και αλληλεξαρτώμενες διαδικασίες.

Η κριτική χαρτογραφία προσδιορίζει πρακτικές αποτύπωσης πολυποίκιλων στοιχείων του χώρου, με κύριο χαρακτηριστικό την τοποθέτηση του παρατηρητή-χαρτογράφου ως βασικού εργαλείου ανάγνωσης και την έμφαση στις διαδικασίες παρατήρησης, αντίληψης και βιώματος. Περιλαμβάνει ποικίλες πρακτικές, επιστημονικές και καλλιτεχνικές. Ένας εκσυγχρονισμένος ορισμός της θα την περιέγραφε ως το σύνολο υποκειμενικών και αντιληπτικών διαδικασιών που ξεκινούν από το άτομο ή την ομάδα και περιγράφουν τη σχέση τους με τον χώρο μέσω ανάγνωσης, παρατήρησης, γνωριμίας, εξερεύνησης και ανάπτυξης συναισθηματικών ταυτίσεων και προσωπικών προβολών, εστιάζοντας στη διαδικασία και την επιτέλεση αυτής της σχέσης. Η κριτική χαρτογραφία αντιπροσωπεύει τάση απομάκρυνσης από τις οπτικές, τα εργαλεία και τους στόχους της ακαδημαϊκής χαρτογραφίας που σχετίζονται με τον έλεγχο του χώρου, μετατρέποντας τη χαρτογράφηση από πράξη δέσμευσης σε πράξη απελευθέρωσης.

Οι ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες και η πολύ-επίπεδη χαρτογράφηση

Οι ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες (digital humanities) αποτελούν σύγχρονο πεδίο μελέτης που συνδυάζει ψηφιακές τεχνολογίες με τις ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες, όπως ρητορική, ιστορία, φιλοσοφία, πολιτισμικές σπουδές, γλωσσολογία, λογοτεχνία, ψυχολογία, αρχαιολογία, τέχνες, γεωγραφία και πολεοδομία. Χαρακτηρίζονται από τη χρήση ποικίλων ψηφιακών μέσων (κείμενο, ήχος, βίντεο) και καινοτόμων τεχνολογιών συλλογής και οπτικοποίησης μεγάλων δεδομένων, επεξεργασίας κειμένου, ψηφιακής δημοσίευσης, χαρτογράφησης και ανάλυσης. Ιδιαίτερη σημασία έχει αποκτήσει η χρήση μέσων οπτικοποίησης, λόγω της δύναμής τους να εντυπωσιάζουν και να επικοινωνούν άμεσα. Οι ερευνητικές τους προσεγγίσεις είναι κριτικές, διεπιστημονικές, πειραματικές, ριψοκίνδυνες, συνεργατικές, πολυτροπικές, επιτελεστικές και ανοιχτές στο ευρύ κοινό. Δεν προκαλεί επομένως έκπληξη ότι οι ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες εκφράζονται μέσα από τη φιλοσοφία του κριτικού ρεαλισμού. Ο συνδυασμός τους έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη νέων χαρτογραφικών παραλλαγών που υιοθετούν τις έννοιες της αμφισβήτησης και της διαστρωμάτωσης, κερδίζοντας ολοένα και περισσότερο έδαφος στη σύγχρονη χαρτογραφία, όπως αυτές που θα παρουσιαστούν στη συνέχεια.

Με κοινό παρονομαστή την έρευνα και την οπτικοποίηση μέσω πολυποίκιλων ψηφιακών μέσων, η βαθιά, η πυκνή και η πολυεπίπεδη χαρτογράφηση της αστικής (ή γενικότερα της περιβαλλοντικής) πολυπλοκότητας συγκροτούν πρακτικές που βασίζονται στη διαστρωμάτωση. Η πρώτη εστιάζει στην εις βάθος κατανόηση ενός φαινομένου, η δεύτερη στην πλούσια συλλογή δεδομένων με πολλαπλές μεθόδους, ενώ η τρίτη οργανώνει τα πολυεπίπεδα δεδομένα που συγκροτούν την ταυτότητα ενός τόπου, τοποθετώντας τα το ένα πάνω στο άλλο ώστε να αναπαραστήσει οπτικά την αστική πολυπλοκότητα. Και οι τρεις πρακτικές χρησιμοποιούν την έννοια της διαστρωμάτωσης τόσο στην περιγραφή της πραγματικότητας όσο και στη μεθοδολογική μοντελοποίηση. Τα επίπεδα στα οποία οργανώνονται τα δεδομένα μπορεί να αφορούν τον χρόνο (κατασκευάζοντας εννοιολογικά παλίμψηστα), το επιστημονικό πεδίο προσέγγισης ή το είδος των δεδομένων.

Η βαθιά χαρτογράφηση εξετάζει ένα φαινόμενο διεπιστημονικά, ιστορικά και πολιτισμικά. Μέσα από βιβλιογραφική έρευνα και διασταύρωση δεδομένων από διαφορετικά πεδία, επιχειρεί να αναδείξει τους καθοριστικούς παράγοντες που συμβάλλουν στη διαμόρφωσή του. Ταυτόχρονα αναφέρεται στη συσσώρευση και διαστρωμάτωση διαφορετικών γεω-εντοπίσιμων μέσων μέσα σε ένα περιβάλλον GIS, με στόχο τη διερεύνηση της ταυτότητας ενός τόπου. Ένας βαθύς χάρτης περιλαμβάνει περισσότερα από μια δισδιάστατη τοπογραφική αποτύπωση με ονόματα και στοιχεία. Αντικατοπτρίζει μια σύνθετη διαδικασία έρευνας, που συνδυάζει ποικίλες πρακτικές με στόχο την ανάδειξη των πολλαπλών επιπέδων ταυτότητας του τόπου. Χρησιμοποιεί διεπιστημονικά και καλλιτεχνικά μέσα για να ενισχύσει την επικοινωνία με τον χρήστη και να προκαλέσει ενσυναίσθηση. Ξεπερνώντας την απλή χαρτογράφηση τοπίου ή ιστορίας, η βαθιά χαρτογράφηση ενσωματώνει υλικά και άυλα στοιχεία, όπως αυτοβιογραφία, αρχαιολογία, ιστορία, λαογραφία, προσωπικές αφηγήσεις, ρεπορτάζ, συνεντεύξεις, φυσική ιστορία και διαίσθηση. Το τελικό αποτέλεσμα είναι λεπτομερείς, πολυεπίπεδοι χάρτες που κινούνται μεταξύ ύλης και νοήματος, ενσωματώνοντας αντιλήψεις, ιδεολογίες, όνειρα, ελπίδες και φόβους των κατοίκων.[1]

Η πυκνή χαρτογράφηση είναι χρονικά πολυεπίπεδη, πολυτροπική, πολυμεσική και διαδραστική αναπαράσταση. Στόχος της είναι η εις βάθος κατανόηση της πολυπλοκότητας ενός φαινομένου, μέσα από την ανάλυση και οπτικοποίηση ποικίλων δεδομένων. Η μεθοδολογία της βασίζεται στη συνδυαστική χρήση “σκληρών” και “μαλακών” δεδομένων: από δημογραφικά, κοινωνικο-οικονομικά ή κλιματικά στοιχεία, έως λογοτεχνικά αποσπάσματα, φωτογραφίες, έργα τέχνης, αποσπάσματα από τον τύπο ή αναρτήσεις σε κοινωνικά δίκτυα. Μέσα από αυτή τη σύνθεση συγκροτείται η “οικολογία” ενός φαινομένου ή ενός τόπου, αποκαλύπτοντας τη σύνθετη ταυτότητά του και δημιουργώντας ένα πολυδιάστατο τοπίο δεδομένων που διασυνδέει πραγματικούς και εικονικούς χώρους και αφηγήσεις.[2]

Η πολυεπίπεδη χαρτογράφηση της αστικής πολυπλοκότητας εφαρμόζεται σε αστικά περιβάλλοντα και οικισμούς διαφόρων μεγεθών. Αξιοποιεί ποικίλα υλικά και άυλα δεδομένα, τα οποία οργανώνει σε «αφηγηματικά επίπεδα» — ιστορικά ή θεματικά. Κάθε αφήγημα συγκροτείται από στοιχεία που αναγνωρίζει ο χαρτογράφος και αντιμετωπίζεται ως πορώδες κείμενο, ανοιχτό σε διαρκείς αναγνώσεις και επανερμηνείες. Παρά τον αναπόφευκτο βαθμό υποκειμενικότητας και ασάφειας των ορίων, ο δημιουργός διατηρεί τη δυνατότητα να ελέγξει τον βαθμό εστίασης και εννοιολογικής στόχευσης. Η πρακτική αντλεί από την αρχιτεκτονική, και ειδικότερα από την τεχνική της αλληλεπίθεσης επιπέδων, μέσα από την οποία ετερογενή δεδομένα συσσωρεύονται και συνδυάζονται, δημιουργώντας μια εικόνα οπτικής πολυπλοκότητας. Αυτή η οπτική σύνθεση λειτουργεί ως αναπαράσταση του οργανωμένου χάους που χαρακτηρίζει την αστική πολυπλοκότητα (και γενικότερα την πολυπλοκότητα του περιβάλλοντος που ζούμε). Αν και δεν παράγει φυσικό χώρο, το τελικό αποτέλεσμα συνιστά μια εικαστική και λεκτική αποτύπωση —ένα συμπυκνωμένο σημειωματάριο εννοιών— που λειτουργεί ως εργαλείο κατανόησης και σχεδιασμού. Η μορφή της αναπαράστασης μπορεί να περιλαμβάνει χάρτες, αρχιτεκτονικά σχέδια, ζωγραφική, φωτογραφία, κείμενα, κινούμενη εικόνα, ήχο, ψηφιακή διάδραση και άλλα πολυμεσικά εκφραστικά μέσα.[3]

Επομένως…

Η κριτική χαρτογράφηση, μέσα από τη σύγκλιση θεωρητικών, επιστημονικών και καλλιτεχνικών προσεγγίσεων, αναδεικνύεται ως ένα ισχυρό εργαλείο κατανόησης της πολυεπίπεδης και πολύπλοκης πραγματικότητας του χώρου. Ενσωματώνοντας τις αρχές του κριτικού ρεαλισμού και αντλώντας μέσα από τις ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες, υπερβαίνει τη στατική αποτύπωση και μετατρέπεται σε δυναμική διαδικασία ερμηνείας και ανάδειξης των κρυμμένων σχέσεων που συγκροτούν τους τόπους. Οι νέες μορφές βαθιάς, πυκνής και πολυεπίπεδης χαρτογράφησης διευρύνουν την κατανόησή μας για την αστική / χωρική πολυπλοκότητα, συνθέτοντας αφηγήματα που συνδυάζουν υλικότητα, μνήμη, εμπειρία και φαντασία. Σε έναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο, η κριτική χαρτογράφηση επιτρέπει τη συγκρότηση μιας νέας, πιο ανοιχτής και διεπιστημονικής γνώσης του χώρου, ικανής να υποστηρίξει δημιουργικές, στοχαστικές και ουσιαστικές παρεμβάσεις.

Bιβλιογραφία

Bhaskar, R., 1989, Reclaiming Reality: A Critical Introduction to Contemporary Philosophy. London: Verso

Corner, J. (1999). The Agency of Mapping: Speculation, Critique and Invention. Mappings (Ed. Denis Cosgrove). Reaction Books

Crampton, J., & Krygier, J. (2005). An Introduction to Critical Cartography. ACME: An International e-Journal for Critical Geographies, 4(1).

Duxbury, N., Garrett-Petts, W. F., Longley, A. (2019). Artistic Approaches to Cultural Mapping: Activating Imaginaries and Means of Knowing. Routledge, Taylor & Francis Group.

Hawkins, H. (2013). For Creative Geographies: Geography, Visual Arts and the Making of Worlds. Routledge.

Lynch, K. (1960). The image of the city. Cambridge, MA: The M.I.T. Press.

Presner, T., Shepard, D., & Kawano, Y. (2014). Hypercities Thick Mapping in the Digital Humanities. USA: Harvard University Press

Tsakiri, E. (2020). Poli-Plex-Icon: A design framework for the City Image visualization in the Age of complexity. The Urban Transcripts Journal. Visualizing the City. Volume 3, No 2 June 2020. ISSN 2514-5339

Watson, R. (2009). Mapping and Contemporary Art. The Cartographic Journal. Taylor & Francis Online. Volume 46, Issue 4: Art & Cartography

Wood, D. (2010). Lynch Debord: About Two Psychogeographies. Chartographica the International Journal for Geographic Information and Geovisualization, 3(45), σσ. 185-199


[1] http://deepmappingsanctuaries.org/deep-mapping

[2] https://www.urbanhumanities.ucla.edu/fall-2020-methods-workshop-thick-mapping

[3] journal.urbantranscripts.org/article/poli-plex-icon-a-tool-for-city-image-visualization-in-the-age-of-complexity-efrossyni-tsakiri

Scroll to Top